- γερόντιον
- γερόντιονlittle old manneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεροντίοις — γερόντιον little old man neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντίου — γερόντιον little old man neut gen sg γεροντίας father s father masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντίων — γερόντιον little old man neut gen pl γεροντιάω grow old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γεροντιάω grow old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντίῳ — γερόντιον little old man neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερόντια — γερόντιον little old man neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερόντιο — το (AM γερόντιον) γεροντάκι*, γεράκος αρχ. η γερουσία τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού γέρων ( οντος)] … Dictionary of Greek
υπόκωφος — η, ο / ὑπόκωφος, ον, ΝΜΑ [κωφός] (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς μσν. αρχ. ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) αρχ. παράλογος, ασυνάρτητος. επίρρ... ὑπόκωφα Ν … Dictionary of Greek
Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… … Dictionary of Greek
γεροντίωι — γεροντίῳ , γερόντιον little old man neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)